Thursday, April 16, 2020

ΑΝΟΙΧΤΗ ΑΚΡΟΑΣΗ




ΑΝΟΙΧΤΉ ΑΚΡΟΑΣΗ


(Ανέκδοτα ποιήματα)




Ο ΔΙΑΔΡΟΜΟΣ

Ο δωδεκάχρονος
κοιτά μες στον καθρέφτη:
«Αυτός ο γέρος είμαι εγώ», φωνάζει.

Στο διάδρομο κυλούν γυάλινες σφαίρες
μια σβούρα τσίγκινη ανάμεσά τους
στριφογυρνάει σαν ήλιος
μ’ ένα καρφί το αγόρι
κάνει τρύπες στους τοίχους
το φως χυμάει μέσα λάμπουνε τώρα γύρω
χίλια αστέρια-
καρφώνουν το παιδί στο πάτωμα
το αίμα του κυλάει στις σκάλες
κόκκινο χαλί.

Αθόρυβα, αργά
στις σκάλες ανεβαίνει
μια γυμνή γυναίκα
καθώς πατάει το αίμα,
τα πόδια της αφήνουνε παντού
κόκκιν’ αχνάρια.

Σκύβει πάνω στο αγόρι
το σκουντάει.
«Ξύπνα», του λέει, «ξύπνα.
Έχεις αργήσει».
16/6/1998


ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ

Με χρώματα φτηνά
ζωγράφισα τον πίνακα αυτόν
και ξεθωριάζει.

Ξανά και ξανά
έξυσα τον καμβά
ζωγράφισα από πάνω.

Μα ήταν οι έμποροι πονηροί
τα χρώματα που αγόρασα απομιμήσεις.

Κάθομαι και κοιτάζω αυτόν τον πίνακα
ώρες μες στον καθρέφτη τον κοιτάζω·
αν και το χρώμα δεν υπάρχει πια
διακρίνεται το σχέδιο
φτιαγμένο από σκιές και λάθη

δεν είναι το πορτραίτο μου
όχι, δεν είμαι εγώ

εγώ
καιρό τώρα
έχω χαθεί.
                                                                           
30/5/2002



Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ

Μικρή,
τριών χρονών,
και γράφει τ’ όνομά της·
με πέτρα μυτερή
σκαλίζει γράμματα
στο χώμα.

Μαζί της,
τρεις χιλιάδες χέρια
γράφουν
τρεις χιλιάδες χρόνια
βαραίνουν

το μικρό της χέρι.

                       25/6/2002






ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ

Αυτοί που γνώρισα
αυτοί που κάποτε ήταν φίλοι μου
προχωράνε
στριμώχνονται στην έξοδο
χάνονται μες στη νύχτα

τους ξαναβρίσκω μες στο σπίτι
στο μισοσκότεινο δωμάτιο
στην εκκωφαντική σιωπή

αυτοί που άγγιξα
ήτανε κάποτε άνθρωποι
και τώρα είναι βιβλία

κλειστά βιβλία στα ράφια
που κανένας δε διαβάζει

το πρωί
και λίγο το απόγευμα
μια αχτίδα του ήλιου τα φωτίζει

και ξεγελιέμαι πως μου χαμογελάνε
καθώς χρυσίζει πάνω τους η σκόνη.
                                                    
11/5/2003


ΤΑ ΝΕΑ ΛΟΓΙΑ

Τα νέα λόγια θα παλιώσουν·
όχι δε θα ’ναι σαν παλιά παιχνίδια
αυτά που ψάχνουνε με πάθος οι συλλέκτες,
δε θα ’χουν τίποτα πια πάνω τους ν’ αξίζει

γυαλιστερά,  χυδαία
άχρηστα τελείως
της θάλασσας το κύμα θα ρυπαίνουν
σαν σύριγγες μιας χρήσης
πεταμένες.

Και θα ’ρθουνε καινούργια λόγια
τη θέση τους να πάρουν στη μιλιά μας

άλλα λόγια

ουρλιαχτά και γρυλίσματα.

                                              14/1/2004





Plugged

Μαύρα καλώδια τυλίγουν το κορμί μου
μέσα τους κυλάνε μουσικές
εικόνες ηλεκτρονικές
πληροφορίες

τρυπώνουνε στ’ αυτιά μου
καίνε τα μάτια μου
ταράζουν το μυαλό μου
με ηλεκτρίζουν

αγγίζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη
και τινάζομαι

τα καλώδια ζωντανεύουν
χώνονται στο δέρμα
αυτά είναι τώρα οι φλέβες μου

καλώδια μαύρες φλέβες
φτάνουν στην καρδιά μου

εκατομμύρια παιδιά ηλεκτρισμένα
ξεχύνονται παντού
κάνοντας την καρδιά μου Παιδική Χαρά
στριγκλίζουν, παίζουν

και με μικρές,
πολύ μικρές δαγκωματιές
τη ροκανίζουν.                     
11 Μαρτίου 2005/4 Ιουνίου 2006

SENILITΑ΄

Το βλέμμα μου άδειο στον τοίχο
τα χέρια μου νεκρά στο πιάνο
στάχτη σκορπίζει ό,τι πιάνω
κραυγή που βγαίνει χωρίς ήχο.

Σβηστό το φως των παραθύρων -
καλύτερα έτσι να μείνει.
Ό,τι έγινε καλά έχει γίνει.
Τα όνειρα μου; Σκιές ονείρων.

Ζωή που μοιάζει κάποιου άλλου
σαν ένα δανεισμένο ρούχο
είναι πολλές οι πληγές που ’χω
φορώντας φτερά παπαγάλου.

Καίει η βροχή σαν καυτό λάδι
ο άνεμος με κομματιάζει
ψηλά στ’ αστέρια μ’ ανεβάζει
κι όλα τα πίνει το σκοτάδι.


                                    29/10/2004-7/6/2006





Blue Moon

Με ξύπνησε ένας ήχος -
σαν υπνοβάτης βγήκα στην αυλή μου.
Πανσέληνος.
Πάνω σε μια πέτρα φωτισμένη
από το φως του φεγγαριού
ένα τριζόνι τραγουδούσε. Αυτό ήταν.

Έτσι είδα τους ανθρώπους:
Χαμένοι μέσα  σ’ ένα Σύμπαν σκοτεινό
πάνω σ’ ένα γαλάζιο βράχο
που γυρίζει φωτισμένος
τραγουδάνε.

7/6/2006




ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΑ ΣΤΟ ΒΑΡΕΛΙ

Στο Λούνα Παρκ αυτής της πόλης
καβάλα στη μοτοσικλέτα
γυρνάω, γυρνάω σα μεθυσμένος

σ’ αυτό τον κίνδυνο εθισμένος
μέσα στο ξύλινο βαρέλι
κοιτάζω πάντοτε μπροστά μου

τα βάσανά μου δεν υπάρχουν
ούτε και σκέφτομαι κανέναν
καθώς πηγαίνω όλο πιο πάνω
για να τρομάζουν τα παιδάκια

κι η μόνη σκέψη που με τρώει
σ’ αυτό το Γύρο του Θανάτου
με τα σανίδια του να τρίζουν:
Θα σταματήσω ή θα πέσω;

14/6/2006








Σταμάτησα να τρέχω
στάθηκα λίγο εδώ να ξαποστάσω
σε τούτη τη γωνιά της πόλης
της πόλης που λατρεύω και σιχαίνομαι

Όχι, δε νιώθω νικημένος
(τουλάχιστον όχι ακόμα)
έκανα μόνο μία στάση
για να μετρήσω τις πληγές μου.

Παράσημα οι πληγές μου:
νίκες, ήττες, επελάσεις
άτακτη υποχώρηση, σφαγές...
Για κάθε μιά θυμάμαι λεπτομέρειες
και γι’ άλλες όχι
κι όμως πονάνε όλες τους το ίδιο.

Τώρα που ακούμπησα στον τοίχο
κοντανασαίνω ιδρωμένος
καθώς περνάνε από μπροστά μου
σαν τραίνο που δεν κάνει στάση
άνθρωποι, αυτοκίνητα, σκουπίδια,
το νέο αίμα με φωνές και με τραγούδια
σε κάποια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω.

Κολλάω στον τοίχο να μη με πατήσουν.

                           7/6/2006


De la musique avant toute chose…
                                Paul Verlaine

Αφέθηκα στη μουσική -
κάποιες νύχτες ξαπλώνω
ακούγοντάς την
σα να βυθίζομαι σε γνώριμα νερά
σε διάφανους βυθούς
φιλικές παραλίες.
Στην άκρη ετούτη του νερού
καθώς βουλιάζω
όλο μου το κορμί ακούει φωνές -
κι είναι σα ραδιόφωνο
που πιάνει όλο τον κόσμο

και μέσα μου αντηχεί η τεράστια χορωδία
το ίδιο πάντα τραγούδι καθώς λέει
το ίδιο παράπονο

και πάντοτε
κάθε φορά
είναι σα να μην το ’χω ξανακούσει.

21/6/2006



ΧΩΜΑΤΕΡΗ


Σε ποιά χωματερή της μνήμης
θα πετάξω τούτα τα σκουπίδια;
Χρόνια τα κουβαλάω μέσα μου
και με φαρμακώνουν.
Ξέρω
έτσι και τα πετάξω στο λιοπύρι
για να λιώσουν
θα πέσουν πάνω τους γυφτάκια
παιδιά μεταναστών
σκουπιδοφάγοι γλάροι
και ρακοσυλλέκτες
θα τσακώνονται ποιός να τα πρωταρπάξει
θα τα κρατούν σαν τρόπαια φεύγοντας
θα τρέχουν να τα δείξουν στους δικούς τους...
Και θα ‘ναι αυτά τα πιο φανταχτερά
σκουπίδια του μυαλού μου.
Εγώ, την τελευταία στιγμή,
λίγο προτού τη μνήμη μου αδειάσω
μόνο μιά μικρή γυάλινη σφαίρα θα κρατήσω
αυτή που τη γυρνάς και πέφτει χιόνι

το δικό μου Σύμπαν

μοναξιά και γαλήνη.
10-12/1/2007






Δημοσιευμένα στο περιοδικό
Η ΛΕΞΗ



 ΕΙΜΑΙ ΕΔΩ

Είμαι εδώ
ανάμεσα στο νερό και το φαρμάκι
ανάμεσα στο δέντρο και τη μηχανή.
Πίστευα στο νερό
σκαρφάλωνα στο δέντρο
σ’ ένα μικρό σεντόνι ουρανού κοιμόμουν·
τώρα τα θέλω όλα -
φαρμάκωσα το αίμα μου
για να μπορέσει να το πιεί η μηχανή
ανάβει, σβήνει το κορμί μου, φάρος-
χρόνια τα χέρια καίγοντας
εκεί που ζεσταινόμουν
θέλω να πω
κύλησε μάλλον εύκολα η ζωή μου
μικρές πληγές, ασήμαντες
βούτηξα στα βαθιά νερά
κατέβηκα ως τον πάτο
ζαλίστηκα κοιτάζοντας ψηλά.
Λαίμαργα χρόνια, ηδονικά
μιλώ γι’ αυτά σαν ξένα, σκέψου
τα δικά μου χρόνια
βρίζοντας και γελώντας, τότε.

Τώρα είμαι εδώ τρώγοντας τα πάντα

που θα πάει;
κάποτε θα στερέψει η θάλασσα.



Η ΑΣΧΗΜΙΑ

Η ασχήμια καυλωμένη
ζητάει το δίκιο της
γυρνάει σε δρόμους βρόμικους
γδέρνει τους τοίχους
γαντζώνεται σ’ ανύποπτους διαβάτες
τους κομματιάζει
διαλύεται πράσινος αφρός
σκατά και σπέρμα
κυλάει στους υπόνομους
κι η πόλη καταπίνει το φαρμάκι·

σε θέλω
όπως παλιά σε θέλω
με το ψαλίδι κόβοντας χαρτιά
αφήνοντάς τα να τα πάρει ο άνεμος
βραδάκι στην ταράτσα·

η ασχήμια γκάστρωσε τα σύννεφα
και βρέχει.






ΕΓΩ ΜΕΣΑ ΣΟΥ

Είμαι ένα κομμάτι κρέας
που στάζει αίμα
βγήκα από την κοιλιά σου
σε λερώνω και με τρέφεις
ξαναμπαίνω μέσα σου τραγουδώντας
τα χάνω όλα
γίνομαι θηλυκό, σου μοιάζω
είμαι μέσα απ’ το στήθος σου
που είναι και δικό μου, ερεθισμένο
χαϊδεύω τα μαλλιά σου
και χαϊδεύομαι
στη μήτρα σου σκοτάδι·
ξανάρχομαι στο φως
φωνάζω
σ’ αγαπώ κρατώντας το μαχαίρι
σου κόβω το κεφάλι
φυτρώνουν άλλα -
η παιδική φωνή τους με ξυπνάει
κοιτιέμαι στον καθρέφτη
έχω κιόλας γεράσει
εγώ
μέσα σου.




ΣΤΑ ΣΚΟΤΕΙΝΑ

Κάθε φορά λοιπόν
σα να ’ναι η τελευταία φορά
έτοιμος να φύγω
ή να πηδήξω απ’ την ταράτσα
τα χρόνια που πέρασαν
σα σκονισμένο καύκαλο στον τοίχο
τίποτα πια δε με σκεπάζει
το σώμα διάφανο ανασαίνει
σκιρτάει στο φύσημα του ανέμου
φαίνονται οι φλέβες, τα υγρά, τα κόκαλα
μαθαίνουν πάνω του ανατομία τα παιδιά·
ερχόταν
το ’βλεπα να ’ρχεται
το ’κανα πιο γρήγορα να ’ρθει
και τώρα τρέμω·
η μουσική να καίει
ο έρωτας κάθε φορά
σα να ’ναι η τελευταία φορά
δουλεύοντας γι’ αυτό το πονηρό κορμί
τ’ αγαπημένο
που το κρατώ στα σκοτεινά
μην και το γρατζουνίσουν τα πουλιά
και που το χάνω.
                                 
Ιανουάριος 1982


ΑΤΕΛΕΙΩΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Τα χρόνια μου περάσανε - ασπρόμαυρη ταινία
σα τον εγκληματία
ο θάνατος κουφός,
μέσα σε αυτοκίνητα γυαλιστερά καθόταν·
(ξάφνου η ταινία κοβόταν
και άναβε το φως)

Τα λόγια μου που λάτρευαν μιάν άλλη ελευθερία
(ανήμερα θηρία,
τα τάιζα καιρό),
γλίστρησαν απ’ τα χέρια μου κι έπεσαν όλα κάτω
αόρατα στον πάτο,
κρύσταλλα στο νερό.

Καθώς τα δέντρα καίγονται και η πηγή στερεύει
μέσα μου αγριεύει
η σκοτεινή φωνή·
φοβάμαι μήπως κι ακουστεί, (την έχω φιμωμένη,
μ’ ένα σκοινί δεμένη,
αρκούδα σε γιορτή).

Οι μέρες μου τώρα γυμνές πάνω σ’ άδειο κρεβάτι
οι νύχτες μου σακάτη
μ’ αφήνουν το πρωί.
Στο δέρμα μου το δειλινό ζωγράφισε στολίδια·
ατέλειωτα παιχνίδια
όλη μου η ζωή.
                                                
15/9/88



Δημοσιευμένα στην ανθολογία
ΠΟΙΗΣΗ ’75 το 1975

  
ΠΑΤΗΣΙΩΝ 118

Αυτός ο δρόμος είχε τραμ κι άλλο αριθμό το σπίτι,
βούιζε η σκάλα η ξύλινη: «… εκεί στην Αραπιά»,
έσταζε η βρύση ρυθμικά μέσα στο νεροχύτη,
στο υπόγειο κρυβόντουσαν δυό άταχτα παιδιά.

Στους τοίχους έχασκαν πληγές απ’ τα μυδραλιοβόλα,
ο πόλεμος που τελείωσε συνέχιζε μακριά,
κάτω μια Εβραία  σφύριζε: «γλυκιά μου Αμαπόλα…»,
στο πάνω πάτωμα ο γιατρός, η γάτα κι η  Αθηνά.

Κάθε που βράδιαζε η Αθηνά καθότανε στο πιάνο
κι έπαιζε Μπαχ ή Μέντελσον ή πού και πού Σοπέν·
θυμάμαι η γάτα ανέβαινε στον ώμο της επάνω,
στην είσοδο φυλλόδεντρα, στον τοίχο ένας Γκωγκέν.

Ο τρόμος που ξεχείλιζε στης μάνας μου τα μάτια
κάθε που η πόρτα χτύπαγε ή μούγκριζε το τραμ,
για μένα ήταν τα οχτώ σκοτεινά σκαλοπάτια
που στο υπόγειο πήγαιναν, στους φίλους του ΕΑΜ.

Κι όταν τους πήραν μιαν αυγή – οι γείτονες σωπαίναν,
εγώ θυμάμαι κοίταζα τη διπλανή αυλή
κι είδα για πρώτη μου φορά τα ξύλα που ανεβαίναν
στον ουρανό και το μπετόν στη νέα οικοδομή.

                                                                                              1975
           NOCTURNE

Τα καλοκαίρια έχω το σπίτι σκοτεινό
το βράδυ
έρχεται κάποιο αγέρι μακρινό
σα χάδι.
Αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά
και πάντα
κάθομαι και ρεμβάζω μόνος
στη βεράντα.
Μέσα μου επίμονη αντηχεί
μιά νότα
ανάβουνε φωτιές στο αίμα μου
τα φώτα.
Μπαλκόνια και παράθυρα παντού
υποφέρω
(τα πιο καλά είν’ τα σκοτεινά
το ξέρω!).
Πηγαίνω μέσα κι έρχομαι ξανά
με κιάλια
θάλασσα η νύχτα γύρω τα σπίτια
κοράλλια.
Τέλος σαν βρω κάπου ένα θέαμα
με μέλλον
πάνω στ’ άσπρα φτερά ξαπλώνω
των αγγέλων.



Α, ναι. Τα βράδια του καλοκαιριού
είναι θαύμα
ανακουφίζουν κάπως μέσα μου
το τραύμα.

                                                                               1975
(αφιερωμένο στον Ο.Ε.)


  



          Από τη συλλογή
         28 ΠΟΙΗΜΑΤΑ

(Εκδόσεις των φίλων)


  
ΔΕΚΑ ΟΡΓΑΝΑ


Άρπα

Το κορμί σου ανασαίνει βουβό
πλάι στο παράθυρο
οι επιθυμίες σου
γράφονται, σβήνονται
στο τζάμι

σπίτι και μουσική
για πάντα

στο μπαλκόνι
θεριεύει ο κισσός.



Βιολοντσέλο

Άκου τη φωνή του βουνού –
ματώνει ο ουρανός
ματώνει το χωράφι

όλα ξαναγυρίζουνε στο χώμα
και στη θάλασσα
μονάχα οι βράχοι, σκοτεινοί
έχουν να πουν για σώματα
 που έπεσαν.


Βιολί

Βροχή πάνω στα χόρτα
στα πέτρινα πεζούλια·
κανένας να μην κλάψει, είπε
όλα να μείνουν όπως πριν

ο άνεμος
θα φέρνει πότε πότε
τη φωνή μου.


Κοντραμπάσο

Να κοιτάζεις πέρα
ο γκρεμός μαγνητίζει

καταπίνει τα λόγια
και τα νερά

βρες το μονοπάτι
που σε πάει στην καρδιά του

ανεμώνες.


Όμποε

Μη μιλήσεις –
θα φύγει
θα πετάξει

μην κουνηθείς –
θα σε σκοτώσει.



Πιάνο

Χώμα του Σεπτεμβρίου
σιωπή
φαρμακωμένες ακακίες

βλέπω τη θάλασσα
θυμάμαι τα σπίτια
κίτρινα το απόγεμα

στην άλλη γειτονιά
τραγούδια και ποδήλατα.




Τύμπανο

Έχει μαύρα χέρια ο άγγελος
το βλέμμα του καίει
λιώνει τ’ αγάλματα

έρχεται από παντού

γκρεμίζοντας
χτίζοντας.



Φλάουτο

Ο άνεμος περνάει πάνω στα χείλια μου –
μου λέει πότε να μείνω
ή να φύγω από κοντά σου

στη γη
στον ουρανό
πλούσιος από νερό
και πράσινο

το αίμα μου αλλάζει ρυθμό
σα βυθός που ανθίζει.



Τσέμπαλο

Έσπασε τα κρυστάλλινα παιχνίδια της
και τώρα περιμένει τη βροχή·
τα χέρια της έχουν ψιλές γρατζουνιές
ματώνουν την  Άνοιξη

αγκαλιάζει το δέντρο
υγρή
ορθάνοιχτη.




Όργανο

Ως πότε
θα χτυπά στις φλέβες
το αίμα
ως πότε θα φωνάζω
τ’ όνομά Σου
θα φεύγει λοιπόν η ζωή μου
θα ξανάρχεται;

Ξύλο
σεντόνι
γαλάζια νύχτα
προς τα πάνω.

                          2-5/3 -5/4/1971

  

ΜΙΑ ΣΠΟΥΔΗ ΓΙΑ ΤΟ ΦΟΒΟ

Πίσω απ’ το φως της λάμπας
με γυμνά δόντια
ρωτούσε και ξαναρωτούσε τι πιστεύω.

Συχνά τον είδα ν’ ανασαίνει πλάι στον τοίχο
κι ύστερα στο λεωφορείο, δίχως βλέμμα.
Φορές τον ονειρεύτηκα – η φωνή του,
σάλπισμα νίκης, έκοβε τα δέντρα
καθώς περνούσε πάνω από τα σπίτια.
Κι όταν με κυνηγούσε μες στο πάρκο
μου φώναζε: «Με κούρασες, παιδί μου».
Προσπάθησα κι εγώ να τον χτυπήσω
προσπάθησα να μάθω τ’ όνομά του·
στον ουρανό τον είδα ν’ ανεβαίνει
μοιράζοντας ξυράφια στους αγγέλους.

Δε μίλησα και μ’ έδειρε όλη νύχτα.

                                             4/4- 14/4/1971


  
ΒΟΙΩΤΙΑ

1.        Ανέβηκα ψηλά
           στάθηκα να κοιτάξω την πεδιάδα·
από δω πάνω
ήσυχα όλα, μακρινά –
να οι καπνοί
τα φώτα
τα καλώδια

αχνίζει πέρα η πόλη
κι εγώ κυνηγημένος

γκρέμισα φωλιές
βασάνισα ζωύφια
εγώ έβαλα φωτιές

εγώ, εγώ.



2.           Της έδειξα το χωράφι
              και τους ηλεκτρικούς πύργους –
πώς μπήγονταν τα σίδερα στο χώμα
κι η λάσπη λέρωνε το μέταλλο ως απάνω·
κι ενώ εκείνη τα ’ξερε όλα αυτά
μ’ άκουγε αμίλητη
μ’ άφηνε να αιωρούμαι

γονάτισα
της είπα να ξαπλώσει.




ΠΕΝΤΕ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΗΣ ΚΑΜΑΡΑΣ


Άγαλμα

Ολόκληρο από γύψο
μόνο τα πόδια από χρυσάφι
πώς να το στήσεις όρθιο
λιώνει στα χέρια σου
κι έτοιμα τα γυαλένια μάτια να κυλήσουν·
άσ’ το ακουμπισμένο στη γωνιά
και ξέχασέ το.
Να μη σε δω να ξανασηκωθείς
να το στηρίξεις.


Χαρτί

Άνοιξε το συρτάρι
πάρε ό,τι θες·
αράδιασέ τα πάνω στο γυαλί
φύσα τη σκόνη –
εγώ δε θα μιλήσω.

Ίσως πιάσω το χέρι σου
αν βρεις το άσπρο χαρτί.


Χαλί

Μην πέφτεις πίσω σε παρακαλώ
μη με κοιτάζεις έτσι μες στα μάτια·
βλέπω τριγύρω φύλλα να φυτρώνουν
λουλούδια πολυπέταλα που γέρνουν –
θέλω να ξαπλωθώ κι εγώ κοντά σου.

Σήκω, πάρε με μαζί σου στη βεράντα
εκεί στα σκοτεινά θα σ’ αγκαλιάσω

θα μας τυλίγει ο επίδεσμος του ανέμου.




Ρούχα

Μη μου λες να βιαστώ –
ράψε μου το κουμπί στο παντελόνι
την τρύπα από το σκόρο στο πουλόβερ·
μπορούν να περιμένουν

κρυώνοντας
θα περιμένω να τελειώσεις.




Πέτρες

Με παπούτσια σφιχτά
κλειστά ρούχα
ή με το υγρό κορμί δίπλα στο κύμα;
Με σπίτι από βελούδο και σκοτάδι
ή με το γυάλινο περίπτερο στον κήπο;

Χέρι ζεστό
πουκάμισο του ανέμου
ή σφαίρες στο παλτό
κι εφημερίδες;

Ψαλίδι η αλήθεια
δύσκολη η αγάπη

η θάλασσα όσο πάει και θολώνει

ο ξένος στέκεται στην πόρτα
και δεν μπαίνει.

                          22/10 – 26/10/1972


       ΣΟΝΕΤΑ

  
ΛΟΥΤΡΟ

Μεταλλική φωνή μες στο πηγάδι
το ξυραφάκι πάλιωσε και κόβει
ματώνει το λαιμό μου και προκόβει
η φωνή μου τραγουδώντας στο σκοτάδι.

Ατσάλινη φωνή, μαγνητισμένη
λυγίζει μα δε σπάει. Τη σκόνη
δεν τη βλέπεις μέσα στο σεντόνι.
«Το δέντρο δε φωνάζει, περιμένει».

Σμίγω τα λόγια αυτά και δεν ταιριάζουν
πέφτει, γλιστράει στην τρύπα η φωνή μου·
ξεπλένω με κολόνια την πληγή μου —

από μακριά ακούω να με φωνάζουν.
Να δούμε πώς θα βγω από δω μέσα
«μες στο λουτρό έγια-μόλα, έγια-λέσα».

                                                 15/10/1972



ΚΑΝΑΠΕΣ

Ήρθα και πάλι εδώ να σου κλαφτώ
για να με βρίσεις, να με συχωρέσεις·
να πω για το σφάλμα μου, το καυτό
αίμα μου, τις καλές μου προθέσεις.

«Με τέτοιο ελάττωμα, άρχισες να λες
(μαδούσα το χαλί καθώς μιλούσες),
οι μέρες μας να ξέρεις θα ’ναι λιγοστές,
τα ψέματα ν’ αφήσεις που πουλούσες.

Κάνεις σαν παιδί· τι κενό μου λες;
Σου λείπει η θέληση, το σύστημα, η ευθύνη.
Και μιλούσες για δίαιτα προχτές!»

«Είμ’ αδύναμος, το ξέρω. Τι να γίνει;»
Μείναμε λίγο με σφιγμένες πλάτες
και φάγαμε μαζί τις σοκολάτες.

                                               15/10/72


 ΕΡΩΤΑΣ

Στόμα ανοιχτό δίχως φωνή, και χάδια
πάνω σ’ ένα ακατάστατο κρεβάτι.
Παίζεις τον τοίχο, εγώ τον υπνοβάτη·
πρόσωπα μες στους πίνακες, λιβάδια.

Το δέρμα ακούραστο, σφίγγει, απλώνει,
αναζητάει δροσιά από τα σεντόνια.
οι βρύσες ξεφωνίζουν σαν παγόνια·
γέλια και κρότοι· ο φόβος που σκοτώνει.

Μας έχει δέσει μία κλωστή απ’ το στρώμα·
μας χωρίζει ένα χτύπημα στην πόρτα -
δεν πάω ν’ ανοίξω κι ας χτυπούν ακόμα.

Μυρίζει δειλινά, κομμένα χόρτα·
όταν βραδιάζει πιο πολύ μ’ αρέσεις.
Ντύνεσαι, σε κρατάω να μην πέσεις.

                                                    8/12/1972



ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ

Φεύγοντας απ’ το λερωμένο τοίχο
γυρεύεις θηλυκές, γαλάζιες φλόγες,
τα χείλια που θα φέγγουνε σα ρώγες
σταφυλιού στο φως. Τον κρυστάλλινο ήχο.

Αφού έσπασες τη γλάστρα στη βεράντα
τρέχεις στους δρόμους· μπαίνεις σε υπόγεια —
πανάκριβα χαμόγελα και λόγια
εδώ που η ζεστασιά ζαλίζει πάντα.

Όμως σ’ αυτό το ζαχαροπλαστείο
κηφήνες τρων κομμάτια την κυψέλη
κι είν’ η  ζωή γλύκισμα και λαχείο

κι ας ξεφωνίζουν πέρα οι αγγέλοι.
Κι αν τα γκαρσόνια σου ’φεραν ό,τι είπες
δίπλα σου ρίξαν λεμονόκουπες με σκνίπες.

                                          15/10-14/12/1972

  

ΗΧΩ

Με ξένα ρούχα, πάνω στα σανίδια
ψηλαφητά πηγαίνω εκεί που σβήνουν
τις πληγές τα φώτα, οι φωνές γδύνουν
την ψυχή και τη ρίχνουν στα σκουπίδια.

(Ποιο είν’ το νέο τραγούδι που θα πούμε,
ποια μουσική τώρα θ’ αναζητάμε;
Τι κι αν σφάξουμε όλα όσα αγαπάμε,
την υγρή τους ηχώ πάντα θ’ ακούμε)

Μ’ εύκολα γέλια, λιγωμένα μάτια
στριφογυρνάει το ιδρωμένο πλήθος—
ζεστός αέρας, γυμνωμένο στήθος·

το σκοτάδι γλιστράει στα σκαλοπάτια.
Ψίθυροι ανάβουν. Τα παιδιά από πάνω
χτυπάνε τους αγκώνες τους στο πιάνο.

                                              29/7 31/7/1973


  
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

Μαραμένη η φρίκη στο βλέμμα σου
σκουπίδια θανάτου στους διαδρόμους
ο γιατρός πλάι σηκώνει τους ώμους
οι πλύστρες ξεπλένουν το αίμα σου.

Ζωντανεύει για λίγο η φωνή σου
και ζητάει νερό, εφημερίδες -
μήπως γράφουν για όλα όσα είδες
μέσα στους κήπους του Παραδείσου.

Κορμιά σπαραγμένα και μύγες
το ’να φίδι να τρώει το άλλο
και ξοπίσω ένα πλήθος μεγάλο

να φοβάται ένα σκύλο με ρίγες.
Κι ανοιχτή καθώς μένει η πληγή σου
από μέσα της βγαίνει η ζωή σου.

                                           22-3/3/1974




ΣΚΕΨΗ

Πλημμυρίζει η φωνή σαν αίμα το λαιμό
και μέσα στο μυαλό χτυπιέται η σκέψη
μια μουσική τριγύρω έχει θεριέψει
μ’ ένα ρυθμό που μας πηγαίνει στο χαμό.

Χτυπιέται η σκέψη, πάει, μα δε μπορεί να βγει,
έξω κυκλοφορούνε μασκοφόροι·
για χάρη μας κάποιοι ξυπνοί εμπόροι
μέσα στη νύχτα παζαρεύουν την αυγή.

Η δική μας μουσική είναι κρυφή
ό,τι κερδίσαμε: λίγη υγρασία·
λόφοι με τα κυπαρίσσια στην κορφή.

Μέσα σε τέτοια τυμπανοκρουσία
κλείνουμε τ’ αυτιά. Σ’ αυτά τα σάπια χρόνια
τα κοκόρια που λαλούν είναι καπόνια

                                                         3/2/1974






Από τη συλλογή

ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1962 -1970

εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ






 Πυκνό πάρκο
με τις λουΐζες
Σκυφτό πάρκο
μικρής
περασμένης
εποχής
Γλυκό πάρκο
θερινό
μακρόσυρτο
βάσανο
Αγάπη μου.

1962


  

Η ζωή μου
της έλεγε,
μοιάζει με το κάστρο -
πότε το κυριεύουν
πότε το κατοικούν
πότε το συνηθίζουν.

1963



ΕΚΔΡΟΜΗ

Το ξερό χορτάρι
μου λέει,
                        να θυμηθείς
το ξερό χορτάρι.
Πίσω από το λόφο
μου λέει,
                        πίσω απ’ το λόφο
έχω πεθάνει
  μιά πέτρα
                        μια σαύρα
μου λέει,
                        να θυμηθείς
το ξερό χορτάρι.

1964





Θα έσπασε φαίνεται
το γυάλινο σπίτι
δες
εκατομμύρια ανθρωπάκια
μ’ ένα κομμάτι σπίτι στο χέρι
άκου
το τρων.
Θα έσπασε φαίνεται
το γυάλινο σπίτι
δες
έχω παγώσει.

1964




Μην κόβεις άλλα
πορτοκάλια
το δέντρο μας
κλαίει αδύναμο
το πρωί
δε φωνάζει
περιμένει…
Μην κόβεις άλλα
πορτοκάλια.

Βαριά που ’ν’ η βροχή.

                               1965


  


Καίγονται πάλι τα δωμάτιά μας
τριζοβολούν τα έπιπλα
σπάζουν τα γυαλικά
και τι να πρωτοσώσω,
μέσα σε κόκκινο καπνό
από παντού
χάνονται όλα βιαστικά·
τους πυροσβέστες σκέφτομαι
τη στάχτη
τα ρούχα που θα στάζουνε
τον κόσμο
και χτυπιέμαι
πάνω στους μαύρους τοίχους.

1965




Βλέπω μέσα σου να κλείνει ο δρόμος
μια ξερολιθιά και πάνω η σαύρα
κι ένα πύρινο πουλί πληγωμένο
καίει στον ουρανό.
Ένα  ένα πνίγεις τα λουλούδια:
πρώτα το φιλί κι ύστερα το δάκρυ
πήρες μες στο σπίτι τα παιδιά.
Βλέπω μέσα σου να κλείνει ο δρόμος
στριφογυρνάει το σκοτάδι ως πέρα
κι όπου να ’ναι ο μεθυσμένος θα φανεί.

                                                       1966






Και σήμερα
όπως και κάθε μέρα
σειρά οι ατυχίες -
ένα φλιτζάνι αναποδογυρίζει
το πιατάκι σπάζει κομμάτια
η στάχτη λερώνει το καινούργιο μου σακάκι
κι η παπαρούνα μαδάει στο πέτο μου
καθώς σε σφίγγω.

1966






Όλα τα κύτταρά μου αγκίστρια -
μα το μεγάλο ψάρι χάθηκε
σε βαθιά νερά.
Τώρα πάω για το μικρό
που τριγυρίζει·
μου τρώει τα δολώματα, γελάει
λυγίζει το κορμάκι του, το σκάει
καθώς χρυσίζει, πάω να τρελαθώ.

Θεσσαλονίκη 1967



  

Θα ’ρθω με τη σκληρότητα του σίδερου
να λύσω και να δέσω το κορμί σου
κι η αγάπη μας θα ’ναι φώτα που θ’ ανάβουν
καλώδια και κουμπιά -
πώς είναι καμωμένο το ραδιόφωνο
τι έχει από μέσα ο φούρνος
πόσα κομμάτια φτιάχνουν το ψυγείο·
κι η μόνη βλάβη θα ’ναι μια βιδίτσα
που θα τηνε κρατήσω για ενθύμιο.

Θα ’ρθω με τη σκληρότητα του σίδερου
θα φύγω με τη λάμψη του γυαλιού.

                                  Θεσσαλονίκη 1967



 ΓΡΑΦΗ

Γράφει ξανά στο άδειο τετράδιο:

«Μετά που σχεδίασε ένα λιοντάρι
ήπιε ένα ποτήρι κρασί…»

Τι έμεινε απ’ το χτεσινό ξενύχτι;
Ένα σχισμένο χαρτί
κι ένα τραγούδια βασανιστικό
που επιστρέφει.

«… αγόρασε νάιλον γυαλιά
και κάτι για το μεσημέρι.
Δεν ανεβαίνει στο λεωφορείο,
γυρίζει από δρόμους χιλιοπατημένους.
Φοράει τα γυαλιά
κι όλα κοκκινίζουν.
Κοιτάζει τα χέρια του – νεκρά
θυμάται τα χείλια της – άσπρα.
Βγάζει τα γυαλιά
κι όλα τυφλώνουν…»

Βλέπει τώρα τα δόντια του λιονταριού
ακούει τις σειρήνες·
μεσημέρι, ώρα για φαγητό.
«Μέσα στις τζαμαρίες
αχνίζει το λεφούσι…»
Κοιτάζει που δεν έχει πια μελάνι
κι η μέρα μένει μισοτελειωμένη
σαν το ποίημα.                                                      Βιέννη 1967






ΤΟ ΛΕΜΟΝΙ

Έτοιμος να τα παρατήσω όλα
σαν τον Πωλ Γκωγκέν.
Να ξαναρχίσω τη ζωή μου
μες σε πολύχρωμα φυτά
κι ανάσες νέγρων·
να μάθω φλάουτο ή μπουζούκι
να παίζω μόνος μου
και σε ταβέρνες να κερδίζω το ψωμί μου,
όχι καλλυντικά και σοκολάτες -
το λεμόνι
δίπλα σ’ ένα μπουκάλι λάδι
κι η καρδιά ζουλιγμένη
Λευτέρη
από το μαύρο καλώδιο
Λευτέρη
έτοιμος να τα παρατήσω όλα
σαν τον Πωλ Γκωγκέν.

                                                22/2/1969




«Θα πάω εκεί…»

Θα φύγω με τα πόδια στις Ινδίες
κι ίσως να πάω ακόμα πιο μακριά,
σ’ όσους ρωτάνε «Πού πηγαίνεις;» θ’ απαντάω
ψάχνω μια κόλαση με σάρκα και οστά.


«Εδώ δεν έχει πια που να πατήσεις»,
παντού μερμήγκια, σαύρες και σκορπιοί,
στη θάλασσα παραμονεύουνε κονσέρβες
κι οι τροχονόμοι γίναν δύτες κι ηθοποιοί.


Μετά το ματς γυρνούν όλοι στο σπίτι τους και τρώνε,
κοιτάζουν στην τηλεόραση τον πόλεμο μακριά
οι γλάστρες τους μαραίνονται καθώς αυτοί κοιμόνται
μες στο ψυγείο κάθεται ο διάολος και γελά.


Φυτρώσανε στους τάφους νάιλον άνθη
κι οι αστυνόμοι δέρνουν τον κρατούμενο λυτόν,
όλα επιτρέπονται, ακόμα και τα άγχη·
μπροστά στο μνήμα του Λευτέρη, δάκρυα από μπετόν.


Απ’ ώρα σε ώρα θα συλλάβουνε κι εμένα
ίσως γιατί θα ξέχασα να βάλω το Μπρυλκρήμ,
μπροστά στη λάμπα αν με ρωτήσουνε «Ποιος είσαι;»
θα πω πως είμαι το πανίσχυρο το ΒΙΜ.


Κι έτσι θα φύγω με τα πόδια στις Ινδίες
κι ίσως να πάω ακόμα πιο μακριά,
σ’ όσους ρωτάνε «Πού πηγαίνεις;» θ’ απαντάω
ψάχνω μια κόλαση με σάρκα και οστά.

                                                                  15/4/1969

  


ΕΦΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

1.        Στους τοίχους οι νεκροί
           βλέπουν τη γάτα που κοιμάται
τη σκόνη στα βιβλία
κι ακούνε τις φωνές που ’ρχονται απ’ έξω.
Όταν όμως η πόρτα ανοίγει
δεν έχουν μάτια
παρά για το νοικοκύρη.



2.           Μια συναυλία από κρότους κι ήχους
        τη Δευτέρα -
σέρνουν τα έπιπλα
τινάζουν τα χαλιά
φωνάζουν
μια βρύση στριγκλίζει από κει
μπερδεύεται με το καναρίνι·
και μόνο το σαράκι της ντουλάπας
περιμένει τη νύχτα για ν’ αρχίσει.



3.      Τα ψάρια μες στη γυάλα
         βλέπουν το χέρι του θεού
να τους αλλάζει το νερό
να τα ταΐζει·
εκείνος όμως έχει πονοκέφαλο
φοβάται το σκοτάδι
και μόνη του χαρά είναι τα ψάρια.




4.      Μία και τέταρτο

Ο ήλιος ξεθωριάζει τις κουρτίνες
φυσάει ένας άνεμος μικρός απ’ τη βεράντα
κουνιούνται άρρυθμα οι γλάστρες
κάποιος βήχει στο διπλανό μπαλκόνι·
πρέπει ν’ αφήσω το φαΐ
να τρέξω στο τηλέφωνο.




5.         Ο Ρόρρος σε πλαίσιο χρυσό
σαν αιγυπτιακή προσωπογραφία
δε μου μιλάει πια·
στον άλλο τοίχο
τρία πρόσωπα ελληνικά
με κοιτάζουν.
Έχω κι εγώ βαριά καρδιά·
μαζί με τ’ άλλα πράγματα
βλέπω μια κουκκίδα μαύρη
και μια σκιά

ο Ρόρρος σε πλαίσιο χρυσό
δε με κοιτάζει πια.




6.        Μετά την καταιγίδα
           το πιάνο αντηχούσε ακόμα·
σταμάτησε
όταν βγήκε ο ήλιος.




7.       Κυριακή βράδυ

Στην κουζίνα αχνίζει το φαΐ
το τραπέζι είναι στρωμένο
έβαλα στον πάγο το κρασί
και σε περιμένω.


Κάπνισα τσιγάρα απανωτά
κάθισα στο πιάνο
έφαγα ένα απ’ τα ζαχαρωτά
στο χαλί απάνω.


Φρόντισα πολύ το φωτισμό
διάλεξα και στάση
όταν θα σου λέω πως σ’ αγαπώ
σα να σ’ έχω χάσει.


Πλύθηκα χωρίς σαπούνι το πρωί
μια και δεν το θέλεις
άκουσα πως θα ’χουμε βροχή
στο δελτίο θυέλλης.


Τον καθρέφτη πια δε θα τον δω
δε θα πιάσω χτένα
έβαλα μέικ-απ ένα σωρό
για να μοιάζω εσένα.


Άργησες, κρυώνει το φαΐ
τριγυρνώ στο σπίτι
ξέρω, στο τηλέφωνο θα πεις:
«Θα σε δω την Τρίτη».

Δεκέμβριος 1969
Ιανουάριος 1970




Δύο από τα
ΤΕΣΣΕΡΑ ΒΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΙΣΩ


1.         Ετούτη η μουσική δε με λυτρώνει
θα ζήσει όσο κι εμείς
το γέλιο σου
και το δικό μου
θ’ ακούγονται μέσα στη νύχτα
κι η βροχή
στην άσφαλτο θα πέφτει ηλεκτρισμένη.



2.               Η Σφίγγα

Έλα να φύγουμε μαζί κάποιο πρωί του Μάη
το πλοίο που θα μας πάει
σε ξωτικό νησί
θα τ’ οδηγάμε μόνοι μας και θα ’μαστε ενωμένοι
ωραίοι και μεθυσμένοι
με δυνατό κρασί.

Κι αν δε σ’ αρέσει η θάλασσα και προτιμάς λαγκάδια
βουτάμε σε πηγάδια
                        μες στα έγκατα της γης.
Κι εκεί θα δεις τον ήλιο αλλιώς, φως μαζί και σκοτάδι
κι ένα βαθύ λιβάδι
                         στον κόρφο μιας πηγής.
Πάλι αν δε θέλεις εκδρομή, μένουμε και στο σπίτι
από Δευτέρα ως Τρίτη
                        στο κρεβάτι γυμνοί.
Μες στα λινά σεντόνια μου θα σ’ αγκαλιάζω φως μου
κι εσύ θα ’ρχεσαι εντός μου
                        μες σ’ έκσταση σεμνή.

Μέσα σε κούπα πήλινη θα πίνεις τον καφέ σου
κι η θεά της Εφέσου
                        άλλο θα ’χει στο νου.
Έξω θα πέφτει μια βροχή βαριά κι ηλεκτρισμένη
ο αγέρας θ’ ανεβαίνει
                        στις σκάλες τ’ ουρανού.

(Θα θες να φύγεις, μα εγώ θα σε κρατάω πάντα
άφησ’ τ’  αυτά στην μπάντα
                        που ’μαθες στο στρατό.
Θα σ’ αγαπάω θες δε θες, στ’ ορκίζομαι χρυσό μου
ξέρεις πως τ’ όνειρό μου
                        είναι να παντρευτώ).

Έλα να φύγουμε μαζί στα ξωτικά τα μέρη
εσύ κι εγώ ένα ταίρι
                        αγόρι και μαμά·
μη μου θυμώνεις, σ’ αγαπώ. Αχ! κάνε με δική σου…
το Σάββατο θυμήσου,
                        θα πάμε σινεμά.

                                                                   1/2//1970

ΕΥΑ

Κοιτούσε την τεράστια φωτεινή ρεκλάμα
κι η καρδιά της μάτωνε, μετά χανόταν·
μ’ ένα γέλιο λειψό και μια λάμα
ξυραφιού έκοβε το χέρι που απλωνόταν.

Φορές μιλούσε για τον ήλιο στο νησί
και τις πέτρες -δαχτυλίδια
κρύσταλλα στην παλάμη– «Εσύ δεν ξέρεις…»
ο φίλος της –αγνός!– της χάριζε βυζαντινά στολίδια.

Έπειτα αγαπηθήκαμε κι η μουσική
την ενοχλούσε όταν μου μιλούσε·
τα λόγια της χύνονταν σινική μελάνη
σ’ άγραφο χαρτί – «η ψυχή της… Επιτέλους ζούσε!»

Μια μέρα που της μίλησα ανοιχτά
τι πίστευα για τους «αγνούς» της φίλους
«Θα ’θελα να ’μουνα», μου ’πε πνιχτά,
«δέσποινα κάποιου πύργου το Μεσαίωνα,
να σ’ έριχνα στους σκύλους».

Κι όταν χωρίσαμε, «Εσύ δεν φταις»,
μου ’λεγε, «η σκληρότητα του κόσμου»·
αν θα ’κλαιγα κοιτούσε με κλεφτές
ματιές, καθώς μασούσε νευρικά
μια καραμέλα δυόσμου.
                                                     22/5/1970

ΜΙΚΡΟ ¨ΠΟΙΗΤΙΚΟ» ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ

(Μιλάει «Ο Ποιητής!» σε μια παλιά του φίλη)

Κοίτα πέρα τη θάλασσα, τι θαύμα!
λες κι ο ήλιος δακρύζει χρυσάφι…
(υστερικά) - μην κουνάς την καρέκλα ζαλίζομαι…
(δραματικά) στο κεφάλι μου τρέχει ένας ίσκιος -
(στο γκαρσόνι) - Θαλασσινά και λεμόνι να φέρεις
και να πλύνεις το μαχαίρι καλά.
(στη φίλη του) - Μίλησέ μου για σένανε πάλι,
πάει καιρός που δε σ’ είδα, το ξέρεις.
Θα ’χεις τόσα καινούργια να πεις -
πάντα φίλη και φίλος δεν είμαστε;
Η φιλία εξαγνίζει τους πόθους -
(στο γκαρσόνι) – Άσ’ τα τώρα και φύγε.
(στη φίλη του, τρώγοντας) - Τόσα χρόνια σε ξέρω
και τώρα σε ποθώ· σε κοιτάζω μ’ αχόρταγα μάτια.
(πολύ δραματικά) Δε μου μένει κανείς πια στη ζωή -
(ξαφνικά υστερικά) αχ, μη σέρνεις το πιρούνι στο πιάτο!...
(πάλι δραματικά) μου ξεσκίζεις βαθιά την καρδιά μου -
(καθώς σκουπίζεται με μια χαρτοπετσέτα ) - Ναι,
σε θέλω…
Πιστεύω πως σήμερα μια καινούργια θα γράψω σελίδα!
                  

6/6/1970 και επεξεργασμένο θεατρικά 16/5/2004




ΣΚΟΤΑΔΙ

Ξύπνα, ξύπνα
κάποιος μπήκε στο σπίτι
- Κοιμήσου, θα ’ναι ο αγέρας μονάχα.
Άκου, άκου
το σπίτι γέμισε κρότους
- Θα ’ναι μόνο το σαράκι του ξύλου.
Σήκω, σήκω
νιώθω να ’ρχεται κάποιος.
- Μη φοβάσαι κι εγώ ’μαι κοντά σου.
Φύγε, φύγε
σένα θέλουν, το ξέρω.
- Κοιμήσου, θα ’ναι ο αγέρας μονάχα.

                           25/6/1970




 ΑΝΑΣΑ

«Apprends-moi donc à aimer dans les ténèbres
Apprends-moi donc à circuler dans le chaos»

Μάθε με ν’ αγαπώ μες στο σκοτάδι
δείξε μου την ακρογιαλιά που πληγώνει τον άνεμο εσύ
που φοβάσαι τα δάκρυα
ντρέπεσαι το κορμί σου
κρύβεις πίσω από γέλια τα λόγια σου.
Τώρα που το κρεβάτι μου έγινε ένα ποτάμι αργό
κι είναι δύσκολο ν’ αποφύγω τις ρουφήχτρες του
κι ο ήλιος τ’ απόγεμα δεν είναι πια ξεκούραση
παρά μια φωνή πνιγμένη στον πάτο τ’ ουρανού
μονάχα εσύ
μπορείς να με μάθεις ν’ αγαπώ μες στο σκοτάδι
να βρίσκω το δρόμο για το κορμί χωρίς βοήθεια
χωρίς λόγια, χωρίς αναστεναγμούς να σ’ αγκαλιάζω
κι έτσι πικρός ο έρωτάς σου να με ποτίσει ως μέσα·
η άδεια κάμαρα ν’ αρχίσει λίγο λίγο να φωτίζεται
απ’ το σκληρό φως των ματιών σου.

                                                                         7/7/1970